Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποφθαλμόομαι
ἀποφθαράξασθαι
ἀπόφθαρμα
ἀποφθέγγομαι
ἀποφθεγκτήριον
ἀπόφθεγκτος
ἀπόφθεγμα
ἀποφθεγματίας
ἀποφθεγματικός
ἀποφθείρω
ἀποφθινύθω
ἀποφθίνω
ἀπόφθισις
ἀποφθορά
ἀποφιμόω
ἀποφλαυρίζω
ἀποφλεγμαίνω
ἀποφλεγματίζω
ἀποφλεγματικός
ἀποφλεγματισμός
ἀποφλεγματιστέον
View word page
ἀποφθινύθω
to perish

ShortDef

to perish

Debugging

Headword:
ἀποφθινύθω
Headword (normalized):
ἀποφθινύθω
Headword (normalized/stripped):
αποφθινυθω
IDX:
12409
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12410
Key:

Data

{'content': 'to perish'}