Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀδμῆτις
Ἄδμητος
ἄδμητος
ἀδμολίη
ἄδμωνες
ᾉδοβάτης
ᾁδόθεν
ἀδοιάστως
ἀδόκητος
ἀδοκίμαστος
ἀδόκιμος
ἀδολεσχέω
ἀδολέσχης
ἀδολεσχία
ἀδολεσχικός
ἀδολίευτος
ἄδολος
ἁδονά
ἀδόνητος
ἀδόξαστος
ἀδοξέω
View word page
ἀδόκιμος
not standing the test, spurious
ShortDef
not standing the test, spurious
Debugging
Headword:
ἀδόκιμος
Headword (normalized):
ἀδόκιμος
Headword (normalized/stripped):
αδοκιμος
IDX:
1240
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1241
Key:
Data
{'content': 'not standing the test, spurious'}