Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπόφημι
ἀποφθαλμόομαι
ἀποφθαράξασθαι
ἀπόφθαρμα
ἀποφθέγγομαι
ἀποφθεγκτήριον
ἀπόφθεγκτος
ἀπόφθεγμα
ἀποφθεγματίας
ἀποφθεγματικός
ἀποφθείρω
ἀποφθινύθω
ἀποφθίνω
ἀπόφθισις
ἀποφθορά
ἀποφιμόω
ἀποφλαυρίζω
ἀποφλεγμαίνω
ἀποφλεγματίζω
ἀποφλεγματικός
ἀποφλεγματισμός
View word page
ἀποφθείρω
to destroy utterly, ruin

ShortDef

to destroy utterly, ruin

Debugging

Headword:
ἀποφθείρω
Headword (normalized):
ἀποφθείρω
Headword (normalized/stripped):
αποφθειρω
IDX:
12408
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12409
Key:

Data

{'content': 'to destroy utterly, ruin'}