Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπόφευξις
ἀπόφημι
ἀποφθαλμόομαι
ἀποφθαράξασθαι
ἀπόφθαρμα
ἀποφθέγγομαι
ἀποφθεγκτήριον
ἀπόφθεγκτος
ἀπόφθεγμα
ἀποφθεγματίας
ἀποφθεγματικός
ἀποφθείρω
ἀποφθινύθω
ἀποφθίνω
ἀπόφθισις
ἀποφθορά
ἀποφιμόω
ἀποφλαυρίζω
ἀποφλεγμαίνω
ἀποφλεγματίζω
ἀποφλεγματικός
View word page
ἀποφθεγματικός
dealing in apophthegms, sententious

ShortDef

dealing in apophthegms, sententious

Debugging

Headword:
ἀποφθεγματικός
Headword (normalized):
ἀποφθεγματικός
Headword (normalized/stripped):
αποφθεγματικος
IDX:
12407
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12408
Key:

Data

{'content': 'dealing in apophthegms, sententious'}