Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποφεύγω
ἀποφευκτικός
ἀπόφευξις
ἀπόφημι
ἀποφθαλμόομαι
ἀποφθαράξασθαι
ἀπόφθαρμα
ἀποφθέγγομαι
ἀποφθεγκτήριον
ἀπόφθεγκτος
ἀπόφθεγμα
ἀποφθεγματίας
ἀποφθεγματικός
ἀποφθείρω
ἀποφθινύθω
ἀποφθίνω
ἀπόφθισις
ἀποφθορά
ἀποφιμόω
ἀποφλαυρίζω
ἀποφλεγμαίνω
View word page
ἀπόφθεγμα
a terse pointed saying, an apophthegm

ShortDef

a terse pointed saying, an apophthegm

Debugging

Headword:
ἀπόφθεγμα
Headword (normalized):
ἀπόφθεγμα
Headword (normalized/stripped):
αποφθεγμα
IDX:
12405
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12406
Key:

Data

{'content': 'a terse pointed saying, an apophthegm'}