Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποφέρω
ἀποφεύγω
ἀποφευκτικός
ἀπόφευξις
ἀπόφημι
ἀποφθαλμόομαι
ἀποφθαράξασθαι
ἀπόφθαρμα
ἀποφθέγγομαι
ἀποφθεγκτήριον
ἀπόφθεγκτος
ἀπόφθεγμα
ἀποφθεγματίας
ἀποφθεγματικός
ἀποφθείρω
ἀποφθινύθω
ἀποφθίνω
ἀπόφθισις
ἀποφθορά
ἀποφιμόω
ἀποφλαυρίζω
View word page
ἀπόφθεγκτος
voiceless

ShortDef

voiceless

Debugging

Headword:
ἀπόφθεγκτος
Headword (normalized):
ἀπόφθεγκτος
Headword (normalized/stripped):
αποφθεγκτος
IDX:
12404
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12405
Key:

Data

{'content': 'voiceless'}