Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποφατικός
ἀποφενακίζω
ἀποφέρβομαι
ἀποφέρω
ἀποφεύγω
ἀποφευκτικός
ἀπόφευξις
ἀπόφημι
ἀποφθαλμόομαι
ἀποφθαράξασθαι
ἀπόφθαρμα
ἀποφθέγγομαι
ἀποφθεγκτήριον
ἀπόφθεγκτος
ἀπόφθεγμα
ἀποφθεγματίας
ἀποφθεγματικός
ἀποφθείρω
ἀποφθινύθω
ἀποφθίνω
ἀπόφθισις
View word page
ἀπόφθαρμα
abortion

ShortDef

abortion

Debugging

Headword:
ἀπόφθαρμα
Headword (normalized):
ἀπόφθαρμα
Headword (normalized/stripped):
αποφθαρμα
IDX:
12401
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12402
Key:

Data

{'content': 'abortion'}