Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποφάσκω
ἀποφατικός
ἀποφενακίζω
ἀποφέρβομαι
ἀποφέρω
ἀποφεύγω
ἀποφευκτικός
ἀπόφευξις
ἀπόφημι
ἀποφθαλμόομαι
ἀποφθαράξασθαι
ἀπόφθαρμα
ἀποφθέγγομαι
ἀποφθεγκτήριον
ἀπόφθεγκτος
ἀπόφθεγμα
ἀποφθεγματίας
ἀποφθεγματικός
ἀποφθείρω
ἀποφθινύθω
ἀποφθίνω
View word page
ἀποφθαράξασθαι
snort
ShortDef
snort
Debugging
Headword:
ἀποφθαράξασθαι
Headword (normalized):
ἀποφθαράξασθαι
Headword (normalized/stripped):
αποφθαραξασθαι
IDX:
12400
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12401
Key:
Data
{'content': 'snort'}