Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποφάργνυμι
ἀπόφασις
ἀπόφασις2
ἀποφάσκω
ἀποφατικός
ἀποφενακίζω
ἀποφέρβομαι
ἀποφέρω
ἀποφεύγω
ἀποφευκτικός
ἀπόφευξις
ἀπόφημι
ἀποφθαλμόομαι
ἀποφθαράξασθαι
ἀπόφθαρμα
ἀποφθέγγομαι
ἀποφθεγκτήριον
ἀπόφθεγκτος
ἀπόφθεγμα
ἀποφθεγματίας
ἀποφθεγματικός
View word page
ἀπόφευξις
an escaping, means of getting off

ShortDef

an escaping, means of getting off

Debugging

Headword:
ἀπόφευξις
Headword (normalized):
ἀπόφευξις
Headword (normalized/stripped):
αποφευξις
IDX:
12397
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12398
Key:

Data

{'content': 'an escaping, means of getting off'}