Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποφαντέον
ἀποφαντικός
ἀπόφαντος
ἀποφάργνυμι
ἀπόφασις
ἀπόφασις2
ἀποφάσκω
ἀποφατικός
ἀποφενακίζω
ἀποφέρβομαι
ἀποφέρω
ἀποφεύγω
ἀποφευκτικός
ἀπόφευξις
ἀπόφημι
ἀποφθαλμόομαι
ἀποφθαράξασθαι
ἀπόφθαρμα
ἀποφθέγγομαι
ἀποφθεγκτήριον
ἀπόφθεγκτος
View word page
ἀποφέρω
to carry off

ShortDef

to carry off

Debugging

Headword:
ἀποφέρω
Headword (normalized):
ἀποφέρω
Headword (normalized/stripped):
αποφερω
IDX:
12394
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12395
Key:

Data

{'content': 'to carry off'}