Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποφαλακρόομαι
ἀπόφανσις
ἀποφαντέον
ἀποφαντικός
ἀπόφαντος
ἀποφάργνυμι
ἀπόφασις
ἀπόφασις2
ἀποφάσκω
ἀποφατικός
ἀποφενακίζω
ἀποφέρβομαι
ἀποφέρω
ἀποφεύγω
ἀποφευκτικός
ἀπόφευξις
ἀπόφημι
ἀποφθαλμόομαι
ἀποφθαράξασθαι
ἀπόφθαρμα
ἀποφθέγγομαι
View word page
ἀποφενακίζω
delude, mock
ShortDef
delude, mock
Debugging
Headword:
ἀποφενακίζω
Headword (normalized):
ἀποφενακίζω
Headword (normalized/stripped):
αποφενακιζω
IDX:
12392
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12393
Key:
Data
{'content': 'delude, mock'}