Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποφαιδρύνω
ἀποφαίνω
ἀποφαλακρόομαι
ἀπόφανσις
ἀποφαντέον
ἀποφαντικός
ἀπόφαντος
ἀποφάργνυμι
ἀπόφασις
ἀπόφασις2
ἀποφάσκω
ἀποφατικός
ἀποφενακίζω
ἀποφέρβομαι
ἀποφέρω
ἀποφεύγω
ἀποφευκτικός
ἀπόφευξις
ἀπόφημι
ἀποφθαλμόομαι
ἀποφθαράξασθαι
View word page
ἀποφάσκω
to deny

ShortDef

to deny

Debugging

Headword:
ἀποφάσκω
Headword (normalized):
ἀποφάσκω
Headword (normalized/stripped):
αποφασκω
IDX:
12390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12391
Key:

Data

{'content': 'to deny'}