Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποφαγεῖν
ἀποφαιδρύνω
ἀποφαίνω
ἀποφαλακρόομαι
ἀπόφανσις
ἀποφαντέον
ἀποφαντικός
ἀπόφαντος
ἀποφάργνυμι
ἀπόφασις
ἀπόφασις2
ἀποφάσκω
ἀποφατικός
ἀποφενακίζω
ἀποφέρβομαι
ἀποφέρω
ἀποφεύγω
ἀποφευκτικός
ἀπόφευξις
ἀπόφημι
ἀποφθαλμόομαι
View word page
ἀπόφασις2
a sentence, decision

ShortDef

a denial, negation
a sentence, decision

Debugging

Headword:
ἀπόφασις2
Headword (normalized):
ἀπόφασις
Headword (normalized/stripped):
αποφασις2
IDX:
12389
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12390
Key:

Data

{'content': 'a sentence, decision'}