Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπουσία
ἀπουσιάζω
ἀποφαγεῖν
ἀποφαιδρύνω
ἀποφαίνω
ἀποφαλακρόομαι
ἀπόφανσις
ἀποφαντέον
ἀποφαντικός
ἀπόφαντος
ἀποφάργνυμι
ἀπόφασις
ἀπόφασις2
ἀποφάσκω
ἀποφατικός
ἀποφενακίζω
ἀποφέρβομαι
ἀποφέρω
ἀποφεύγω
ἀποφευκτικός
ἀπόφευξις
View word page
ἀποφάργνυμι
fence off (LSJ ἀποφράγνυμι)

ShortDef

fence off (LSJ ἀποφράγνυμι)

Debugging

Headword:
ἀποφάργνυμι
Headword (normalized):
ἀποφάργνυμι
Headword (normalized/stripped):
αποφαργνυμι
IDX:
12387
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12388
Key:

Data

{'content': 'fence off (LSJ ἀποφράγνυμι)'}