Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπουρία
ἀπουρίζω
ἄπουρος
ἀπουρόω
ἄπους
ἀπουσία
ἀπουσιάζω
ἀποφαγεῖν
ἀποφαιδρύνω
ἀποφαίνω
ἀποφαλακρόομαι
ἀπόφανσις
ἀποφαντέον
ἀποφαντικός
ἀπόφαντος
ἀποφάργνυμι
ἀπόφασις
ἀπόφασις2
ἀποφάσκω
ἀποφατικός
ἀποφενακίζω
View word page
ἀποφαλακρόομαι
become bald
ShortDef
become bald
Debugging
Headword:
ἀποφαλακρόομαι
Headword (normalized):
ἀποφαλακρόομαι
Headword (normalized/stripped):
αποφαλακροομαι
IDX:
12382
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12383
Key:
Data
{'content': 'become bald'}