Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπούρημα
ἀπούρησις
ἀπουρία
ἀπουρίζω
ἄπουρος
ἀπουρόω
ἄπους
ἀπουσία
ἀπουσιάζω
ἀποφαγεῖν
ἀποφαιδρύνω
ἀποφαίνω
ἀποφαλακρόομαι
ἀπόφανσις
ἀποφαντέον
ἀποφαντικός
ἀπόφαντος
ἀποφάργνυμι
ἀπόφασις
ἀπόφασις2
ἀποφάσκω
View word page
ἀποφαιδρύνω
to cleanse off
ShortDef
to cleanse off
Debugging
Headword:
ἀποφαιδρύνω
Headword (normalized):
ἀποφαιδρύνω
Headword (normalized/stripped):
αποφαιδρυνω
IDX:
12380
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12381
Key:
Data
{'content': 'to cleanse off'}