Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀδμής
Ἀδμήτειος
Ἀδμήτη
ἀδμῆτις
Ἄδμητος
ἄδμητος
ἀδμολίη
ἄδμωνες
ᾉδοβάτης
ᾁδόθεν
ἀδοιάστως
ἀδόκητος
ἀδοκίμαστος
ἀδόκιμος
ἀδολεσχέω
ἀδολέσχης
ἀδολεσχία
ἀδολεσχικός
ἀδολίευτος
ἄδολος
ἁδονά
View word page
ἀδοιάστως
without doubt

ShortDef

without doubt

Debugging

Headword:
ἀδοιάστως
Headword (normalized):
ἀδοιάστως
Headword (normalized/stripped):
αδοιαστως
IDX:
1237
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1238
Key:

Data

{'content': 'without doubt'}