Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀπουλήιος
Ἄπουλος
ἀπουλόω
ἀπούλωσις
ἀπουλωτικός
ἀπούλωτος
ἀπουραγέω
ἀπούρας
ἄπουργοι
ἀπουρέω
ἀπούρημα
ἀπούρησις
ἀπουρία
ἀπουρίζω
ἄπουρος
ἀπουρόω
ἄπους
ἀπουσία
ἀπουσιάζω
ἀποφαγεῖν
ἀποφαιδρύνω
View word page
ἀπούρημα
urine passed

ShortDef

urine passed

Debugging

Headword:
ἀπούρημα
Headword (normalized):
ἀπούρημα
Headword (normalized/stripped):
απουρημα
IDX:
12370
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12371
Key:

Data

{'content': 'urine passed'}