Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποτυχία
Ἀπουλήιος
Ἄπουλος
ἀπουλόω
ἀπούλωσις
ἀπουλωτικός
ἀπούλωτος
ἀπουραγέω
ἀπούρας
ἄπουργοι
ἀπουρέω
ἀπούρημα
ἀπούρησις
ἀπουρία
ἀπουρίζω
ἄπουρος
ἀπουρόω
ἄπους
ἀπουσία
ἀπουσιάζω
ἀποφαγεῖν
View word page
ἀπουρέω
pass urine
ShortDef
pass urine
Debugging
Headword:
ἀπουρέω
Headword (normalized):
ἀπουρέω
Headword (normalized/stripped):
απουρεω
IDX:
12369
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12370
Key:
Data
{'content': 'pass urine'}