Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποτύπωμα
ἀποτύπωσις
ἀποτυρόω
ἀποτυφλόω
ἀποτύφλωσις
ἀποτύφω
ἀποτυχής
ἀποτυχία
Ἀπουλήιος
Ἄπουλος
ἀπουλόω
ἀπούλωσις
ἀπουλωτικός
ἀπούλωτος
ἀπουραγέω
ἀπούρας
ἄπουργοι
ἀπουρέω
ἀπούρημα
ἀπούρησις
ἀπουρία
View word page
ἀπουλόω
cicatrize
ShortDef
cicatrize
Debugging
Headword:
ἀπουλόω
Headword (normalized):
ἀπουλόω
Headword (normalized/stripped):
απουλοω
IDX:
12362
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12363
Key:
Data
{'content': 'cicatrize'}