Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποτύμβιος
ἀποτυμπανίζω
ἀποτυμπανισμός
ἀποτυπόομαι
ἀπότυπος
ἀποτυπόω
ἀποτύπτω
ἀποτύπωμα
ἀποτύπωσις
ἀποτυρόω
ἀποτυφλόω
ἀποτύφλωσις
ἀποτύφω
ἀποτυχής
ἀποτυχία
Ἀπουλήιος
Ἄπουλος
ἀπουλόω
ἀπούλωσις
ἀπουλωτικός
ἀπούλωτος
View word page
ἀποτυφλόω
make quite blind

ShortDef

make quite blind

Debugging

Headword:
ἀποτυφλόω
Headword (normalized):
ἀποτυφλόω
Headword (normalized/stripped):
αποτυφλοω
IDX:
12355
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12356
Key:

Data

{'content': 'make quite blind'}