Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποτρώγω
ἀπότρωξις
ἀποτρωπάω
ἀποτυγχάνω
ἀποτύμβιος
ἀποτυμπανίζω
ἀποτυμπανισμός
ἀποτυπόομαι
ἀπότυπος
ἀποτυπόω
ἀποτύπτω
ἀποτύπωμα
ἀποτύπωσις
ἀποτυρόω
ἀποτυφλόω
ἀποτύφλωσις
ἀποτύφω
ἀποτυχής
ἀποτυχία
Ἀπουλήιος
Ἄπουλος
View word page
ἀποτύπτω
incise, open; mid. to cease mourning

ShortDef

incise, open; mid. to cease mourning

Debugging

Headword:
ἀποτύπτω
Headword (normalized):
ἀποτύπτω
Headword (normalized/stripped):
αποτυπτω
IDX:
12351
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12352
Key:

Data

{'content': 'incise, open; mid. to cease mourning'}