Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπότροχος
ἀποτρυγάω
ἀποτρυγίζω
ἀποτρύζω
ἀποτρύω
ἀποτρώγω
ἀπότρωξις
ἀποτρωπάω
ἀποτυγχάνω
ἀποτύμβιος
ἀποτυμπανίζω
ἀποτυμπανισμός
ἀποτυπόομαι
ἀπότυπος
ἀποτυπόω
ἀποτύπτω
ἀποτύπωμα
ἀποτύπωσις
ἀποτυρόω
ἀποτυφλόω
ἀποτύφλωσις
View word page
ἀποτυμπανίζω
to cudgel to death, bastinado

ShortDef

to cudgel to death, bastinado

Debugging

Headword:
ἀποτυμπανίζω
Headword (normalized):
ἀποτυμπανίζω
Headword (normalized/stripped):
αποτυμπανιζω
IDX:
12346
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12347
Key:

Data

{'content': 'to cudgel to death, bastinado'}