Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποτροπιαστικός
ἀπότροπος
ἀποτροφή
ἀποτρόφιμος
ἀπότροφος
ἀποτροχίζω
ἀπότροχος
ἀποτρυγάω
ἀποτρυγίζω
ἀποτρύζω
ἀποτρύω
ἀποτρώγω
ἀπότρωξις
ἀποτρωπάω
ἀποτυγχάνω
ἀποτύμβιος
ἀποτυμπανίζω
ἀποτυμπανισμός
ἀποτυπόομαι
ἀπότυπος
ἀποτυπόω
View word page
ἀποτρύω
to rub away, wear out

ShortDef

to rub away, wear out

Debugging

Headword:
ἀποτρύω
Headword (normalized):
ἀποτρύω
Headword (normalized/stripped):
αποτρυω
IDX:
12340
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12341
Key:

Data

{'content': 'to rub away, wear out'}