Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποτροπιασμός
ἀποτροπιαστής
ἀποτροπιαστικός
ἀπότροπος
ἀποτροφή
ἀποτρόφιμος
ἀπότροφος
ἀποτροχίζω
ἀπότροχος
ἀποτρυγάω
ἀποτρυγίζω
ἀποτρύζω
ἀποτρύω
ἀποτρώγω
ἀπότρωξις
ἀποτρωπάω
ἀποτυγχάνω
ἀποτύμβιος
ἀποτυμπανίζω
ἀποτυμπανισμός
ἀποτυπόομαι
View word page
ἀποτρυγίζω
rack off, decant

ShortDef

rack off, decant

Debugging

Headword:
ἀποτρυγίζω
Headword (normalized):
ἀποτρυγίζω
Headword (normalized/stripped):
αποτρυγιζω
IDX:
12338
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12339
Key:

Data

{'content': 'rack off, decant'}