Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποτροπίασμα
ἀποτροπιασμός
ἀποτροπιαστής
ἀποτροπιαστικός
ἀπότροπος
ἀποτροφή
ἀποτρόφιμος
ἀπότροφος
ἀποτροχίζω
ἀπότροχος
ἀποτρυγάω
ἀποτρυγίζω
ἀποτρύζω
ἀποτρύω
ἀποτρώγω
ἀπότρωξις
ἀποτρωπάω
ἀποτυγχάνω
ἀποτύμβιος
ἀποτυμπανίζω
ἀποτυμπανισμός
View word page
ἀποτρυγάω
pluck grapes
ShortDef
pluck grapes
Debugging
Headword:
ἀποτρυγάω
Headword (normalized):
ἀποτρυγάω
Headword (normalized/stripped):
αποτρυγαω
IDX:
12337
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12338
Key:
Data
{'content': 'pluck grapes'}