Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποτροπή
ἀποτροπιάζω
ἀποτροπίασμα
ἀποτροπιασμός
ἀποτροπιαστής
ἀποτροπιαστικός
ἀπότροπος
ἀποτροφή
ἀποτρόφιμος
ἀπότροφος
ἀποτροχίζω
ἀπότροχος
ἀποτρυγάω
ἀποτρυγίζω
ἀποτρύζω
ἀποτρύω
ἀποτρώγω
ἀπότρωξις
ἀποτρωπάω
ἀποτυγχάνω
ἀποτύμβιος
View word page
ἀποτροχίζω
deporto
ShortDef
deporto
Debugging
Headword:
ἀποτροχίζω
Headword (normalized):
ἀποτροχίζω
Headword (normalized/stripped):
αποτροχιζω
IDX:
12335
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12336
Key:
Data
{'content': 'deporto'}