Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπότριψις
ἀποτροπάδην
ἀποτρόπαιος
ἀποτροπή
ἀποτροπιάζω
ἀποτροπίασμα
ἀποτροπιασμός
ἀποτροπιαστής
ἀποτροπιαστικός
ἀπότροπος
ἀποτροφή
ἀποτρόφιμος
ἀπότροφος
ἀποτροχίζω
ἀπότροχος
ἀποτρυγάω
ἀποτρυγίζω
ἀποτρύζω
ἀποτρύω
ἀποτρώγω
ἀπότρωξις
View word page
ἀποτροφή
nourishment, support

ShortDef

nourishment, support

Debugging

Headword:
ἀποτροφή
Headword (normalized):
ἀποτροφή
Headword (normalized/stripped):
αποτροφη
IDX:
12332
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12333
Key:

Data

{'content': 'nourishment, support'}