Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπότριχος
ἀπότριψις
ἀποτροπάδην
ἀποτρόπαιος
ἀποτροπή
ἀποτροπιάζω
ἀποτροπίασμα
ἀποτροπιασμός
ἀποτροπιαστής
ἀποτροπιαστικός
ἀπότροπος
ἀποτροφή
ἀποτρόφιμος
ἀπότροφος
ἀποτροχίζω
ἀπότροχος
ἀποτρυγάω
ἀποτρυγίζω
ἀποτρύζω
ἀποτρύω
ἀποτρώγω
View word page
ἀπότροπος
turned away, banished

ShortDef

turned away, banished

Debugging

Headword:
ἀπότροπος
Headword (normalized):
ἀπότροπος
Headword (normalized/stripped):
αποτροπος
IDX:
12331
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12332
Key:

Data

{'content': 'turned away, banished'}