Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποτρίτωσις
ἀπότριχος
ἀπότριψις
ἀποτροπάδην
ἀποτρόπαιος
ἀποτροπή
ἀποτροπιάζω
ἀποτροπίασμα
ἀποτροπιασμός
ἀποτροπιαστής
ἀποτροπιαστικός
ἀπότροπος
ἀποτροφή
ἀποτρόφιμος
ἀπότροφος
ἀποτροχίζω
ἀπότροχος
ἀποτρυγάω
ἀποτρυγίζω
ἀποτρύζω
ἀποτρύω
View word page
ἀποτροπιαστικός
fit for averting

ShortDef

fit for averting

Debugging

Headword:
ἀποτροπιαστικός
Headword (normalized):
ἀποτροπιαστικός
Headword (normalized/stripped):
αποτροπιαστικος
IDX:
12330
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12331
Key:

Data

{'content': 'fit for averting'}