Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποτριτόω
ἀποτρίτωσις
ἀπότριχος
ἀπότριψις
ἀποτροπάδην
ἀποτρόπαιος
ἀποτροπή
ἀποτροπιάζω
ἀποτροπίασμα
ἀποτροπιασμός
ἀποτροπιαστής
ἀποτροπιαστικός
ἀπότροπος
ἀποτροφή
ἀποτρόφιμος
ἀπότροφος
ἀποτροχίζω
ἀπότροχος
ἀποτρυγάω
ἀποτρυγίζω
ἀποτρύζω
View word page
ἀποτροπιαστής
averter
ShortDef
averter
Debugging
Headword:
ἀποτροπιαστής
Headword (normalized):
ἀποτροπιαστής
Headword (normalized/stripped):
αποτροπιαστης
IDX:
12329
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12330
Key:
Data
{'content': 'averter'}