Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀδιψέω
ἄδιψος
ἀδίωκτος
ἀδιώμοτος
ἀδμενίδες
ἀδμής
Ἀδμήτειος
Ἀδμήτη
ἀδμῆτις
Ἄδμητος
ἄδμητος
ἀδμολίη
ἄδμωνες
ᾉδοβάτης
ᾁδόθεν
ἀδοιάστως
ἀδόκητος
ἀδοκίμαστος
ἀδόκιμος
ἀδολεσχέω
ἀδολέσχης
View word page
ἄδμητος
unbroken

ShortDef

Admetus
unbroken

Debugging

Headword:
ἄδμητος
Headword (normalized):
ἄδμητος
Headword (normalized/stripped):
αδμητος
IDX:
1232
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1233
Key:

Data

{'content': 'unbroken'}