Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπότριπτος
ἀποτρίς
ἀποτριτόω
ἀποτρίτωσις
ἀπότριχος
ἀπότριψις
ἀποτροπάδην
ἀποτρόπαιος
ἀποτροπή
ἀποτροπιάζω
ἀποτροπίασμα
ἀποτροπιασμός
ἀποτροπιαστής
ἀποτροπιαστικός
ἀπότροπος
ἀποτροφή
ἀποτρόφιμος
ἀπότροφος
ἀποτροχίζω
ἀπότροχος
ἀποτρυγάω
View word page
ἀποτροπίασμα
sacrifice to avert evil

ShortDef

sacrifice to avert evil

Debugging

Headword:
ἀποτροπίασμα
Headword (normalized):
ἀποτροπίασμα
Headword (normalized/stripped):
αποτροπιασμα
IDX:
12327
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12328
Key:

Data

{'content': 'sacrifice to avert evil'}