Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπότριμμα
ἀπότριπτος
ἀποτρίς
ἀποτριτόω
ἀποτρίτωσις
ἀπότριχος
ἀπότριψις
ἀποτροπάδην
ἀποτρόπαιος
ἀποτροπή
ἀποτροπιάζω
ἀποτροπίασμα
ἀποτροπιασμός
ἀποτροπιαστής
ἀποτροπιαστικός
ἀπότροπος
ἀποτροφή
ἀποτρόφιμος
ἀπότροφος
ἀποτροχίζω
ἀπότροχος
View word page
ἀποτροπιάζω
utter a deprecatory prayer for

ShortDef

utter a deprecatory prayer for

Debugging

Headword:
ἀποτροπιάζω
Headword (normalized):
ἀποτροπιάζω
Headword (normalized/stripped):
αποτροπιαζω
IDX:
12326
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12327
Key:

Data

{'content': 'utter a deprecatory prayer for'}