Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποτριβή
ἀποτρίβω
ἀπότριμμα
ἀπότριπτος
ἀποτρίς
ἀποτριτόω
ἀποτρίτωσις
ἀπότριχος
ἀπότριψις
ἀποτροπάδην
ἀποτρόπαιος
ἀποτροπή
ἀποτροπιάζω
ἀποτροπίασμα
ἀποτροπιασμός
ἀποτροπιαστής
ἀποτροπιαστικός
ἀπότροπος
ἀποτροφή
ἀποτρόφιμος
ἀπότροφος
View word page
ἀποτρόπαιος
averting evil

ShortDef

averting evil

Debugging

Headword:
ἀποτρόπαιος
Headword (normalized):
ἀποτρόπαιος
Headword (normalized/stripped):
αποτροπαιος
IDX:
12324
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12325
Key:

Data

{'content': 'averting evil'}