Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποτρέφω
ἀποτρέχω
ἀπότρεψις
ἀποτριάζω
ἀποτριβή
ἀποτρίβω
ἀπότριμμα
ἀπότριπτος
ἀποτρίς
ἀποτριτόω
ἀποτρίτωσις
ἀπότριχος
ἀπότριψις
ἀποτροπάδην
ἀποτρόπαιος
ἀποτροπή
ἀποτροπιάζω
ἀποτροπίασμα
ἀποτροπιασμός
ἀποτροπιαστής
ἀποτροπιαστικός
View word page
ἀποτρίτωσις
boiling down to a third part
ShortDef
boiling down to a third part
Debugging
Headword:
ἀποτρίτωσις
Headword (normalized):
ἀποτρίτωσις
Headword (normalized/stripped):
αποτριτωσις
IDX:
12320
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12321
Key:
Data
{'content': 'boiling down to a third part'}