Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποτρέπω
ἀποτρέφω
ἀποτρέχω
ἀπότρεψις
ἀποτριάζω
ἀποτριβή
ἀποτρίβω
ἀπότριμμα
ἀπότριπτος
ἀποτρίς
ἀποτριτόω
ἀποτρίτωσις
ἀπότριχος
ἀπότριψις
ἀποτροπάδην
ἀποτρόπαιος
ἀποτροπή
ἀποτροπιάζω
ἀποτροπίασμα
ἀποτροπιασμός
ἀποτροπιαστής
View word page
ἀποτριτόω
boil down to a third part

ShortDef

boil down to a third part

Debugging

Headword:
ἀποτριτόω
Headword (normalized):
ἀποτριτόω
Headword (normalized/stripped):
αποτριτοω
IDX:
12319
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12320
Key:

Data

{'content': 'boil down to a third part'}