Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀδίχαστος
ἀδιψέω
ἄδιψος
ἀδίωκτος
ἀδιώμοτος
ἀδμενίδες
ἀδμής
Ἀδμήτειος
Ἀδμήτη
ἀδμῆτις
Ἄδμητος
ἄδμητος
ἀδμολίη
ἄδμωνες
ᾉδοβάτης
ᾁδόθεν
ἀδοιάστως
ἀδόκητος
ἀδοκίμαστος
ἀδόκιμος
ἀδολεσχέω
View word page
Ἄδμητος
Admetus

ShortDef

Admetus
unbroken

Debugging

Headword:
Ἄδμητος
Headword (normalized):
ἄδμητος
Headword (normalized/stripped):
αδμητος
IDX:
1231
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1232
Key:

Data

{'content': 'Admetus'}