Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπότρεπτος
ἀποτρέπω
ἀποτρέφω
ἀποτρέχω
ἀπότρεψις
ἀποτριάζω
ἀποτριβή
ἀποτρίβω
ἀπότριμμα
ἀπότριπτος
ἀποτρίς
ἀποτριτόω
ἀποτρίτωσις
ἀπότριχος
ἀπότριψις
ἀποτροπάδην
ἀποτρόπαιος
ἀποτροπή
ἀποτροπιάζω
ἀποτροπίασμα
ἀποτροπιασμός
View word page
ἀποτρίς
thrice
ShortDef
thrice
Debugging
Headword:
ἀποτρίς
Headword (normalized):
ἀποτρίς
Headword (normalized/stripped):
αποτρις
IDX:
12318
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12319
Key:
Data
{'content': 'thrice'}