Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποτρεπτικός
ἀπότρεπτος
ἀποτρέπω
ἀποτρέφω
ἀποτρέχω
ἀπότρεψις
ἀποτριάζω
ἀποτριβή
ἀποτρίβω
ἀπότριμμα
ἀπότριπτος
ἀποτρίς
ἀποτριτόω
ἀποτρίτωσις
ἀπότριχος
ἀπότριψις
ἀποτροπάδην
ἀποτρόπαιος
ἀποτροπή
ἀποτροπιάζω
ἀποτροπίασμα
View word page
ἀπότριπτος
worn out

ShortDef

worn out

Debugging

Headword:
ἀπότριπτος
Headword (normalized):
ἀπότριπτος
Headword (normalized/stripped):
αποτριπτος
IDX:
12317
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12318
Key:

Data

{'content': 'worn out'}