Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποτρεπτέον
ἀποτρεπτικός
ἀπότρεπτος
ἀποτρέπω
ἀποτρέφω
ἀποτρέχω
ἀπότρεψις
ἀποτριάζω
ἀποτριβή
ἀποτρίβω
ἀπότριμμα
ἀπότριπτος
ἀποτρίς
ἀποτριτόω
ἀποτρίτωσις
ἀπότριχος
ἀπότριψις
ἀποτροπάδην
ἀποτρόπαιος
ἀποτροπή
ἀποτροπιάζω
View word page
ἀπότριμμα
that which is rubbed off

ShortDef

that which is rubbed off

Debugging

Headword:
ἀπότριμμα
Headword (normalized):
ἀπότριμμα
Headword (normalized/stripped):
αποτριμμα
IDX:
12316
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12317
Key:

Data

{'content': 'that which is rubbed off'}