Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποτραχύνω
ἀποτρεπτέον
ἀποτρεπτικός
ἀπότρεπτος
ἀποτρέπω
ἀποτρέφω
ἀποτρέχω
ἀπότρεψις
ἀποτριάζω
ἀποτριβή
ἀποτρίβω
ἀπότριμμα
ἀπότριπτος
ἀποτρίς
ἀποτριτόω
ἀποτρίτωσις
ἀπότριχος
ἀπότριψις
ἀποτροπάδην
ἀποτρόπαιος
ἀποτροπή
View word page
ἀποτρίβω
to wear out
ShortDef
to wear out
Debugging
Headword:
ἀποτρίβω
Headword (normalized):
ἀποτρίβω
Headword (normalized/stripped):
αποτριβω
IDX:
12315
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12316
Key:
Data
{'content': 'to wear out'}