Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποτράγημα
ἀποτραχηλίζω
ἀποτραχύνω
ἀποτρεπτέον
ἀποτρεπτικός
ἀπότρεπτος
ἀποτρέπω
ἀποτρέφω
ἀποτρέχω
ἀπότρεψις
ἀποτριάζω
ἀποτριβή
ἀποτρίβω
ἀπότριμμα
ἀπότριπτος
ἀποτρίς
ἀποτριτόω
ἀποτρίτωσις
ἀπότριχος
ἀπότριψις
ἀποτροπάδην
View word page
ἀποτριάζω
to be victorious in wrestling
ShortDef
to be victorious in wrestling
Debugging
Headword:
ἀποτριάζω
Headword (normalized):
ἀποτριάζω
Headword (normalized/stripped):
αποτριαζω
IDX:
12313
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12314
Key:
Data
{'content': 'to be victorious in wrestling'}