Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποτόρνωσις
ἄποτος
ἀποτράγημα
ἀποτραχηλίζω
ἀποτραχύνω
ἀποτρεπτέον
ἀποτρεπτικός
ἀπότρεπτος
ἀποτρέπω
ἀποτρέφω
ἀποτρέχω
ἀπότρεψις
ἀποτριάζω
ἀποτριβή
ἀποτρίβω
ἀπότριμμα
ἀπότριπτος
ἀποτρίς
ἀποτριτόω
ἀποτρίτωσις
ἀπότριχος
View word page
ἀποτρέχω
to run off
ShortDef
to run off
Debugging
Headword:
ἀποτρέχω
Headword (normalized):
ἀποτρέχω
Headword (normalized/stripped):
αποτρεχω
IDX:
12311
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12312
Key:
Data
{'content': 'to run off'}