Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποτορνεύω
ἀποτόρνωσις
ἄποτος
ἀποτράγημα
ἀποτραχηλίζω
ἀποτραχύνω
ἀποτρεπτέον
ἀποτρεπτικός
ἀπότρεπτος
ἀποτρέπω
ἀποτρέφω
ἀποτρέχω
ἀπότρεψις
ἀποτριάζω
ἀποτριβή
ἀποτρίβω
ἀπότριμμα
ἀπότριπτος
ἀποτρίς
ἀποτριτόω
ἀποτρίτωσις
View word page
ἀποτρέφω
feed, support

ShortDef

feed, support

Debugging

Headword:
ἀποτρέφω
Headword (normalized):
ἀποτρέφω
Headword (normalized/stripped):
αποτρεφω
IDX:
12310
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12311
Key:

Data

{'content': 'feed, support'}