Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποτοξεύω
ἀποτορνεύω
ἀποτόρνωσις
ἄποτος
ἀποτράγημα
ἀποτραχηλίζω
ἀποτραχύνω
ἀποτρεπτέον
ἀποτρεπτικός
ἀπότρεπτος
ἀποτρέπω
ἀποτρέφω
ἀποτρέχω
ἀπότρεψις
ἀποτριάζω
ἀποτριβή
ἀποτρίβω
ἀπότριμμα
ἀπότριπτος
ἀποτρίς
ἀποτριτόω
View word page
ἀποτρέπω
to turn away from, dissuade

ShortDef

to turn away from, dissuade

Debugging

Headword:
ἀποτρέπω
Headword (normalized):
ἀποτρέπω
Headword (normalized/stripped):
αποτρεπω
IDX:
12309
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12310
Key:

Data

{'content': 'to turn away from, dissuade'}