Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀδιύλιστος
ἀδίχαστος
ἀδιψέω
ἄδιψος
ἀδίωκτος
ἀδιώμοτος
ἀδμενίδες
ἀδμής
Ἀδμήτειος
Ἀδμήτη
ἀδμῆτις
Ἄδμητος
ἄδμητος
ἀδμολίη
ἄδμωνες
ᾉδοβάτης
ᾁδόθεν
ἀδοιάστως
ἀδόκητος
ἀδοκίμαστος
ἀδόκιμος
View word page
ἀδμῆτις
virgin
ShortDef
virgin
Debugging
Headword:
ἀδμῆτις
Headword (normalized):
ἀδμῆτις
Headword (normalized/stripped):
αδμητις
IDX:
1230
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1231
Key:
Data
{'content': 'virgin'}