Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποτομή
ἀποτομία
ἀπότομος
ἀποτοξεύω
ἀποτορνεύω
ἀποτόρνωσις
ἄποτος
ἀποτράγημα
ἀποτραχηλίζω
ἀποτραχύνω
ἀποτρεπτέον
ἀποτρεπτικός
ἀπότρεπτος
ἀποτρέπω
ἀποτρέφω
ἀποτρέχω
ἀπότρεψις
ἀποτριάζω
ἀποτριβή
ἀποτρίβω
ἀπότριμμα
View word page
ἀποτρεπτέον
one must turn away, divert

ShortDef

one must turn away, divert

Debugging

Headword:
ἀποτρεπτέον
Headword (normalized):
ἀποτρεπτέον
Headword (normalized/stripped):
αποτρεπτεον
IDX:
12306
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12307
Key:

Data

{'content': 'one must turn away, divert'}