Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποτομάς
ἀποτομή
ἀποτομία
ἀπότομος
ἀποτοξεύω
ἀποτορνεύω
ἀποτόρνωσις
ἄποτος
ἀποτράγημα
ἀποτραχηλίζω
ἀποτραχύνω
ἀποτρεπτέον
ἀποτρεπτικός
ἀπότρεπτος
ἀποτρέπω
ἀποτρέφω
ἀποτρέχω
ἀπότρεψις
ἀποτριάζω
ἀποτριβή
ἀποτρίβω
View word page
ἀποτραχύνω
make rough

ShortDef

make rough

Debugging

Headword:
ἀποτραχύνω
Headword (normalized):
ἀποτραχύνω
Headword (normalized/stripped):
αποτραχυνω
IDX:
12305
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12306
Key:

Data

{'content': 'make rough'}