Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπότολμος
ἀποτομάς
ἀποτομή
ἀποτομία
ἀπότομος
ἀποτοξεύω
ἀποτορνεύω
ἀποτόρνωσις
ἄποτος
ἀποτράγημα
ἀποτραχηλίζω
ἀποτραχύνω
ἀποτρεπτέον
ἀποτρεπτικός
ἀπότρεπτος
ἀποτρέπω
ἀποτρέφω
ἀποτρέχω
ἀπότρεψις
ἀποτριάζω
ἀποτριβή
View word page
ἀποτραχηλίζω
strangle

ShortDef

strangle

Debugging

Headword:
ἀποτραχηλίζω
Headword (normalized):
ἀποτραχηλίζω
Headword (normalized/stripped):
αποτραχηλιζω
IDX:
12304
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12305
Key:

Data

{'content': 'strangle'}